- καταχειροκροτώ
- καταχειροκροτώ και καταχειροκροτάω καταχειροκρότησα, καταχειροκροτήθηκα, καταχειροκροτημένος, χειροκροτώ κάτι ή κάποιον με ενθουσιασμό: Καταχειροκρότησαν τον πρωθυπουργό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.